- άειλος
- ἄειλος, -ον (Α)αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο ανήλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + εἵλη (= η θερμότητα τού ήλιου)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄειλα — ἄειλος unsunned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είλη — (I) εἴλη, η (Α) ίλη (ιππικού). (II) εἴλη, η (Α) 1. η θερμότητα τού ήλιου 2. άχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είλη προέρχεται από αρχαιότερο τ. έλα (< Fέλᾱ < *Fhelā < *hFelā) με προθηματικό φωνήεν (*e Fhέλā). Ο τύπος *Fhelā συνδέεται με τον ΙΕ τύπο… … Dictionary of Greek